μετριοπαθής

μετριοπαθής
μετριοπαθής
moderating one's passions
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μετριοπαθής — ές (Α μετριοπαθής, ές) 1. αυτός που δεν παρασύρεται από τα πάθη του, μετρημένος, συνετός, λογικός 2. διαλλακτικός, συμβιβαστικός, υποχωρητικός αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ μετριοπαθές η μετριοπάθεια. επίρρ... μετριοπαθώς (Α μετριοπαθῶς) με… …   Dictionary of Greek

  • μετριοπαθής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που μετριάζει τα πάθη του και δεν καταφεύγει σε ακρότητες, ο διαλλακτικός, ο σώφρονας: Κάνει μετριοπαθείς χειρισμούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μετριοπαθῆ — μετριοπαθής moderating one s passions neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) μετριοπαθής moderating one s passions masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) μετριοπαθής moderating one s passions masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετριοπαθές — μετριοπαθής moderating one s passions masc/fem voc sg μετριοπαθής moderating one s passions neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετριοπαθεστάτους — μετριοπαθής moderating one s passions masc acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετριοπαθοῦς — μετριοπαθής moderating one s passions masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετριοπαθῶς — μετριοπαθής moderating one s passions adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευτυχής — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Υπήρξε μαθητής του Ιωάννη του Θεολόγου. Η μνήμη του τιμάται στις 24 Αυγούστου. 2. Επίσκοπος Μελιτινής. Η μνήμη του τιμάται στις 28 Μαΐου. II (Κωνσταντινούπολη 378 – 454; μ.Χ.). Ιδρυτής της αίρεσης… …   Dictionary of Greek

  • μετριοπαθώ — μετριοπαθῶ, έω (Α) [μετριοπαθής] είμαι μετριοπαθής, υπομένω κάτι με μετριοπάθεια, φέρομαι μετριοπαθώς …   Dictionary of Greek

  • Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”